θυγατρός — θυγάτηρ daughter fem gen sg θυγάτηρ daughter fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατριδεύς — θυγατριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. ο γιος τής θυγατέρας, ο εγγονός από κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδεύς< θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρός, δοτ. θυγατρί) + κατάλ. ιδεύς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. λεοντ ιδεύς, πελαργ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
θυγατρομιξία — θυγατρομιξία, ἡ (Α) πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + μιξία (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιξία, πολυ μιξία] … Dictionary of Greek
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
θυγατροποιός — θυγατροποιός, όν (Α) (για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιός (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] … Dictionary of Greek
θυγατρόπαις — θυγατρόπαις, ὁ (Μ) γιος τής θυγατέρας, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + παις «παιδί»] … Dictionary of Greek