θυγάτηρ, θυγατρός

θυγάτηρ, θυγατρός
+ N 3 183-164-122-85-87=641 Gn 5,4.7.10.13.16
daughter
Gn 5,4; young (of anim.) Is 43,20; θυγατέρες dependent villages Jgs 1,27
θυγάτηρ Σιών city of Sion (personi-fication) Ps 9,15
*Ez 5,14 τὰς θυγατέρας daughters-בנות for MT בגוים among the nations; *Ez 16,30 τὴν θυγατέρα σου
your daughter-לבתך בת for MT לבתך לב your hearts
→TWAT(sub בת)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυγατρός — θυγάτηρ daughter fem gen sg θυγάτηρ daughter fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατριδεύς — θυγατριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. ο γιος τής θυγατέρας, ο εγγονός από κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδεύς< θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρός, δοτ. θυγατρί) + κατάλ. ιδεύς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. λεοντ ιδεύς, πελαργ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • θυγατρομιξία — θυγατρομιξία, ἡ (Α) πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + μιξία (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιξία, πολυ μιξία] …   Dictionary of Greek

  • θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] …   Dictionary of Greek

  • θυγατροποιός — θυγατροποιός, όν (Α) (για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιός (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • θυγατρόπαις — θυγατρόπαις, ὁ (Μ) γιος τής θυγατέρας, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + παις «παιδί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”